οριστικός

οριστικός
-ή, -ό (ΑΜ ὁριστικός, -ή, -όν) [οριστός]
το θηλ. ως ουσ. η οριστική
γραμμ. η πρώτη ρηματική έγκλιση η οποία δηλώνει κάτι το οποίο είναι ή θεωρείται αληθινό, πραγματικό
νεοελλ.
1. σαφώς καθορισμένος, τελειωτικός («η απόφαση που πήρα είναι οριστική»)
2. φρ. «οριστική αντωνυμία»
γραμμ. αντωνυμία η οποία καθορίζει με έμφαση το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο αναφέρεται και τό αντιδιαστέλλει από οτιδήποτε άλλο
3. (η αιτ. πληθ. τού ουδ. ως επίρρ.) οριστικά
αμετάκλητα, τελειωτικά
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορισμό, δηλ. στον προσδιορισμό τού περιεχομένου μιας έννοιας με τη διατύπωση τών ουσιωδών χαρακτηριστικών της
2. το θηλ. ως ουσ. η τέχνη τού να δίνει κανείς ορισμούς εννοιών
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁριστικόν
α) καθοριστικός παράγοντας
β) γραμμ. η οριστική έγκλιση.
επίρρ...
οριστικώς και -ά (ΑΜ ὁριστικῶς)
νεοελλ.
τελειωτικά, τελεσίδικα, αμετάκλητα
αρχ.
1. με οριστικό, προσδιοριστικό τρόπο
2. γραμμ. σε έγκλιση οριστική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὁριστικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οριστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ορισμένος, αμετάβλητος, τελειωτικός: Οριστική απόφαση. 2. αυτός που καθορίζει, που ξεχωρίζει: Οριστική αντωνυμία. 3. ως ουσ., οριστική, η πρώτη από τις εγκλίσεις ρήματος που δηλώνει κάτι το πραγματικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁριστικά — ὁριστικός of neut nom/voc/acc pl ὁριστικά̱ , ὁριστικός of fem nom/voc/acc dual ὁριστικά̱ , ὁριστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁριστικώτερον — ὁριστικός of adverbial comp ὁριστικός of masc acc comp sg ὁριστικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁριστικῶν — ὁριστικός of fem gen pl ὁριστικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁριστικόν — ὁριστικός of masc acc sg ὁριστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁριστικαῖς — ὁριστικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁριστικαί — ὁριστικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁριστικοῖς — ὁριστικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁριστικοί — ὁριστικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”